- κωμῳδοτραγῳδίᾳ
- κωμῳδοτραγῳδίᾱͅ , κωμῳδοτραγῳδίαserio-comedyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμωδοτραγωδία — κωμῳδοτραγωδία, ἡ (Α) 1. δράμα που ενέχει κωμικά και τραγικά στοιχεία 2. μτφ. η ανθρώπινη ζωή 3. τίτλος κωμωδιών τού Αλκαίου τού κωμικού και τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + τραγῳδία] … Dictionary of Greek
АЛКЕЙ — • Alcaeus, Άλκαι̃ος, 1. см. Perseus, 1; Персей; 2. см. Hercules, 5; 3. знаменитый греческий лирик из Митилены на Лесбосе, современник Сапфо, жил ок. 612 г. Принадлежал к знатному роду и к аристократической партии … Реальный словарь классических древностей